τσακώνομαι

τσακώνομαι
τσακώνομαι, τσακώθηκα, τσακωμένος βλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
τσακώνω, τσακώνομαι : η έννοια διαφοροποιείται από την ενεργητική στην παθητική φωνή.
Το τσακώνω σημαίνει πιάνω, συλλαμβάνω κάποιον, ενώ το τσακώνομαι καβγαδίζω, μαλώνω με κάποιον.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσακώνω — τσακώνω, τσάκωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: τσακώνω, τσακώνομαι : η έννοια διαφοροποιείται από την ενεργητική στην παθητική φωνή. Το τσακώνω σημαίνει → πιάνω, συλλαμβάνω κάποιον, ενώ το τσακώνομαι → καβγαδίζω, μαλώνω με κάποιον …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλληλοσκοτώνομαι — 1. χτυπιέμαι θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τόν χτυπώ και εγώ, αλληλοφονεύομαι 2. (για ομάδες) έρχομαι σε ένοπλη ρήξη 3. (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, μαλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σκοτώνω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • διατύπτομαι — (Α) [τύπτομαι] διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι …   Dictionary of Greek

  • ερίζω — (AM ἐρίζω) [έριδα] 1. φιλονεικώ, μαλώνω, τσακώνομαι, λογομαχώ («γυναίκες ερίζουσαι περί τού ποία είχε σειράν να γεμίσει», Παπαδ.) 2. είμαι αντίπαλος κάποιου, παραβγαίνω, συναγωνίζομαι ανταγωνίζομαι μσν. προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • κατοργούμαι — κατοργοῡμαι, όομαι (Α) 1. οργίζομαι πολύ εναντίον κάποιου 2. φιλονεικώ, τσακώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οργοῦμαι που μαρτυρείται μόνο στον τ. τού παρακμ. κατ ωργώμεθα (< ὀργή)] …   Dictionary of Greek

  • μάρναμαι — (Α) (αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου ή για κάποιον ή ως σύμμαχος κάποιου 2. αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις για κάτι («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», Πίνδ.) 3. μτφ. φιλονικώ, καβγαδίζω, ερίζω,… …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • μαλλιοτραβώ — και μαλλοτραβῶ, άω 1. τραβώ κάποιον από τα μαλλιά («κάθε μέρα τό μαλλιοτραβάει το παιδί») 2. (το μέσ. ως αλληλοπαθές) μαλλ(ι)οτραβιέμαι και ιούμαι σύρομαι αμοιβαία με κάποιον από τα μαλλιά, τσακώνομαι άγρια με κάποιον, μαλλιά με μαλλιά …   Dictionary of Greek

  • ματς — (I) το (άκλιτο) 1. αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή μεταξύ δύο ομάδων («δυστυχώς, δεν έλειψε και από αυτό το ποδοσφαιρικό ματς η βία») 2. φρ. «δίνω ματς» καβγαδίζω, τσακώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. match]. (II) τα (άκλιτο) 1. (συνήθως μαζί με το μουτς) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”